λιθαργύρινος,

λιθαργύρινος,
λιθ-αργύρινος, u. λιθ-αργύρεος, α, ον, aus λιϑάργυρος gemacht

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιθαργύρινος — λιθαργύρινος, ίνη, ον (Α) [λιθάργυρος] αυτός που προέρχεται από λιθάργυρο ή μοιάζει μ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • λιθαργύρινον — λιθαργύρινος of masc acc sg λιθαργύρινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθαργύρινα — λιθαργύρινος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθάργυρος — Κοινή ονομασία του οξειδίου του μολύβδου με χημικό τύπο PbO. Βρίσκεται σε μορφή ερυθροκίτρινης σκόνης με πολύ μεγάλη πυκνότητα (ειδική πυκνότητα: 9,53) και παρασκευάζεται με θέρμανση του μολύβδου στον αέρα. Μολονότι έχει τις ίδιες τοξικές… …   Dictionary of Greek

  • λιθαργύρεος — λιθαργύρεος, έα, ον (Α) [λιθάργυρος] λιθαργύρινος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”